τριδεκάνιο

τριδεκάνιο
το, Ν
χημ. κεκορεσμένος υδρογονάνθρακας τής σειράς τού μεθανίου ο οποίος απαντά στο πετρέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tridecane < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + decane «δεκάνιο» (< δέκα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριδεκυλένιο — το, Ν χημ. άχρωμος υδρογονάνθρακας τής σειράς τού αιθυλενίου ο οποίος απαντά στο πετρέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tridecylene < tridecane (πρβλ. τριδεκάνιο) + κατάλ. yl + κατάλ. ene τής χημικής ορολογίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”